Η συγκυρία είναι γνωστή. Έχουμε μια συνεχώς διαμορφούμενη και εξελισσόμενη κρίση σε όλα τα επίπεδα. Όσο και αν προσπάθησαν οι, εντός και εκτός συνόρων, απολογητές και κυρίαρχοι του νεοφιλελευθερισμού να την παρουσιάσουν ως μια μεμονωμένη κρίση «τεμπελιάς» των Ελλήνων, δεν πείθουν από καιρό. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρωζώνη και το πώς αυτές επηρεάζουν την πολλαπλή κρίση και πέραν της Ε.Ε., αναδεικνύουν, επίσης, δύο στοιχεία. Πρώτον ότι το πείραμα της Ελλάδας ακολουθείται και στις υπόλοιπες χώρες οδηγώντας όλους τους λαούς της Ευρώπης σε κοινωνική χρεωκοπία. Δεύτερον και ως επακόλουθο του πρώτου, ότι σε αυτή τη συστημική κρίση που μετατρέπεται ολοταχώς και σε λιγότερη δημοκρατία, οι αποκλειστικά εθνοκεντρικές προσεγγίσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω, οι όποιες απαντήσεις και εναλλακτικές προτάσεις μπορούν και πρέπει να δοθούν είναι ταυτόχρονα εθνικές και ευρωπαϊκές, ενταγμένες σε αυτή την άμεσα αλληλοεξαρτώμενη σχέση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ειδικότερα, η ευρωπαϊκή αριστερά, μέσω του ΚΕΑ, μαζί με τα πολύμορφα κινήματα που ξεπήδησαν και συνεχίζουν να αναδεικνύονται, οφείλει να συγκροτήσει ένα κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα φέρει τους λαούς που πλήττονται σε κυρίαρχη θέση ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης προς όφελός τους για μια άλλη Ευρώπη, δημοκρατική, κοινωνική, οικολογική. Στη συγκεκριμένη κατάσταση αυτό είναι ακόμα πιο επίκαιρο από ποτέ. Τώρα μάλιστα, που το όραμα για μια δημοκρατική Ευρώπη πνίγεται μέσα στη δικτατορία των αγορών και η συρρίκνωση της δημοκρατίας τείνει να γίνει θεσμός. Αυτό το «πνίξιμο» της δημοκρατίας έχει πάρει «σάρκα και οστά» στη χώρα μας.
Η πολιτική που ασκήθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου, εκτός του ότι ήταν καταστροφική, άδικη, αδιέξοδη και αναποτελεσματική, ήταν πολύ περισσότερο και πλήρως απονομιμοποιημένη, ενώ η συνέχιση αυτής κατά γράμμα γίνεται τώρα από μια τριμερή μνημονιακή κυβέρνηση με επικεφαλής έναν τραπεζίτη, τον Παπαδήμο, και με τη συμμετοχή της ακροδεξιάς. Έχουμε φτάσει λοιπόν σε ένα ιδιόμορφο μόρφωμα, που σίγουρα στερείται λαϊκής νομιμοποίησης. Ζούμε στιγμές που αποτελούν τομή στη σύγχρονη ιστορία μας. Τα δεδομένα αλλάζουν και οι ευθύνες που μας αναλογούν σαν κόμμα, σαν χώρο της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς και γενικότερα σαν ενεργά μέλη της κοινωνίας είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες και πρέπει να ανταπεξέλθουμε σε αυτές.
Το αίτημα για άμεσες εκλογές είναι επιτακτικό ώστε να δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει και να αποφασίσει η κοινωνία με ποιους θα πάει, ποιους θα αφήσει και προς τα πού. Σε αυτό έρχεται να απαντήσει ο ΣΥΝ με την πρότασή του, που έχει γίνει και πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, για έναν νέο συνασπισμό εξουσίας με επίκεντρο τις δυνάμεις της αριστεράς. Μια πρόταση που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες και σε όλες τις αντιμνημονιακές και αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις, χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις. Με προϋποθέσεις μεν, ανοιχτές δε. Μια πρόταση με δυσκολίες στην υλοποίησή της λόγω των διαφορετικών πολιτικών, καθώς και του κατακερματισμού των δυνάμεων της αριστεράς, αλλά απαραίτητη στην παρούσα φάση, ώστε «να σώσουμε οτιδήποτε αν σώζεται» και να δημιουργήσουμε ελπίδα και προοπτική για τον λαό στη χώρα μας και τους λαούς στην Ευρώπη.
Είναι χρέος μας να μην την εγκαταλείψουμε και να συνεργαστούμε με όσους, σε πρώτη φάση, το επιθυμούν, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να παραμένει μια διαρκής ανοιχτή πρόσκληση συνεργασίας πριν και μετά τις εκλογές. Κάθε μέρα που περνάει η πρόταση για έναν νέο συνασπισμό εξουσίας θα γίνεται πιο ισχυρή και πιο αναγκαία στην κοινωνία. Οφείλει και πρέπει να είναι ο αυτονόητος δικός μας «οδικός χάρτης» για να διεκδικήσουμε την πλειοψηφία και να αλλάξουμε τη ροή των πραγμάτων.
Αναδημοσίευση από τη σελίδα της εφημερίδας ΑΥΓΗ