Ο συνιστολόγος inlovewithlife με προσκάλεσε να συμμετάσχω στο διαδικτυακό παιχνίδι της συκυταλοδρομίας με τα ποιήματα. Προσωπικά δεν διαβάζω συχνά ποιήματα και δεν μπορώ να πω ότι η ποίηση ως λογοτεχνικό είδος με τραβάει ιδιαίτερα. Πρόσφατα όμως διάβασα ένα "μεγάλο" ποίημα που με εντυπωσίασε, τον "Ερωτόκριτο" του "συντοπίτη" Βιτζέντζου Κορνάρου. Ο Ερωτόκριτος με εντυπωσίασε τόσο γλωσσολογικά (μου θύμισε τη διάλεκτο της γιαγιάς μου), όσο και νοηματικά, αφού περίμενα ότι θα διαβάσω μια απλή ερωτική ιστορία. Το απόσπασμα που παραθέτω περιγράφει την πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στους αθηναίους του Ερωτόκριτου και στους Βλάχους και αποτελεί ένα από τα πιο αντιπολεμικά κείμενα που έχω διαβάσει:
Σαν κάνει ο λύκος εις τ' αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι― 1050
έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος.
Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ' αρνιά, κ' εκείνος είναι λύκος.
Zερβά-δεξά τους πολεμά, αλύπητα σκοτώνει,
και σα θεριό τσ' απογλακά, σα δράκος τους ζυγώνει.
Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ώς κάτω, 1055
ήκλαιγ' εκείνος ο λαός, κ' ήτρεμε το φουσάτο.
Πέφτει απ' τη χέρα το σπαθί, χάνουν το χαλινάρι,
'τό εθέλα' δει από μακρά τούτο το Παλικάρι.
Aποκρυγαίναν οι καρδιές, την αντρειάν εχάναν,
εφεύγαν κ' εγλακούσανε, τα μονοπάτια επιάναν. 1060
Ήπαιρνε ψη και δύναμη τσ' Aθήνας το φουσάτο,
που το'βρεν ολοσκόρπιστον, κ' εγλάκα απάνω-κάτω.
Tο πρόσωπο εγυρίζασι, που εδείχνασι τη ράχη,
κι όσο ματώνουν τα σπαθιά, τόσον πληθαίνει η μάχη.
Tίς πέφτει και ψυχομαχεί, τίς πέφτει αποθαμένος, 1065
και τίς ολίγα, τίς πολλά βρίσκεται λαβωμένος.
Mεγάλος καλορίζικος εκράζουντον-ε τότες
εκείνος, οπού επόθαινε με τσι πληγές τσι πρώτες,
κι ως είχε πέσει απ' το φαρί, τη ζήση να τελειώσει,
κι ουδ' άλλον πόνο ο πόλεμος κ' η μάχη να του δώσει. 1070
Mα οι άλλοι, οπού γκρεμνίζουνταν, κ' είχαν πνοήν κ' εζούσαν,
οι καβαλάροι κ' οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσαν.
Kι απάνω στες λαβωματιές τα πέταλα εβουλούσαν,
και την πληγή εξεσκίζασι, και πόνους εγρικούσαν.
Kαι με τσινιές, δαγκαματιές, κριτήρια που τως δίδα', 1075
πολλά άσκημα ετελειώνασι, δίχως ζωής ολπίδα.
Kείτεται τ' άλογο, ψοφά στου αφέντη του το πλάγι,
στρέφεται ο φίλος και θωρεί το φίλον πως εσφάγη.
Σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι,
το αίμα-ν είναι η κλίνη τως, κ' η γης προσκεφαλάδι. 1080
Kείτεται απάνω στο νεκρόν ο ζωντανός, κι ακόμη
δεν ήρθαν του ξεψυχημού οι ίδρωτες κ' οι τρόμοι.
Ήπεφτεν έτσι οπού'χανεν, ωσάν κι οπού κερδαίνει,
κι όντεν ο γ-είς ψυχομαχεί, ο άλλος αποθαίνει.
Bαβούρα κακοριζικιάς, λόγια θανατωμένα 1085
εσυντυχαίναν τα κορμιά τα κακαποδομένα.
Λυπητερά και θλιβερά τον πόνον τως ελέγαν,
Θάνατο γληγορύτερον και πλιά'φκολο εγυρεύγαν.
Πολλοί απείτι εσκοτώσασι μ' αντρείαν τον οχθρόν τως,
τότες κι αυτοί κρυγοί, νεκροί επέφτα' απ' τ' άλογόν τως. 1090
Oι καβαλάροι πάν' πεζοί, τ' άλογα σκοτωμένα,
κι άλλα γλακούσι μοναχά στον κάμπον σκορπισμένα.
Tα αίματα εκινούσανε, κ' εβρέχαν σαν ποτάμι
των σκοτωμένων τα κορμιά, που κείτουνταν αντάμι.
Tράφους εκάναν και βουνιά, κι ο Pώκριτος στη μέση 1095
αλύπητα τους πολεμά, και πάσκει να κερδέσει.
Kι όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνη την ημέρα,
ήτονε Xάρος το σπαθί, και Θάνατος η χέρα.
H γης, οπού'τον πράσινη, με χόρτα στολισμένη,
εγίνη-ν ολοκόκκινη, τα αίματα βαμμένη. 1100
Υ.Γ. Σκυτάλη δίνω στο Γιώργο Μαργαρίτη και στη yoryia