Γιάννη, μέχρι πριν τρία χρόνια ζούσες σε ένα υπέροχο χωριό κοντά στον Άγιο Νικόλαο, τα Έξω Λακώνια. Πώς αποφάσισες να γίνεις τραγουδιστής; Μαθαίνω πως ο πατέρας σου είναι άνθρωπος με καλλιτεχνικό μεράκι, γλύπτης, ζωγράφος και λυράρης. Στάθηκε το ερέθισμα;
Ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος. Στη μουσική αλλά και στη ζωή. Παίζει λύρα αλλά τελείως για τον εαυτό του και αρχικά μου έμαθε μαντολίνο. Ήμουν τότε 8 χρονών και απ’ το πρώτο τραγούδι κόλλησα. Ήταν η «ξαστεριά». Είναι νομίζω κλασικό! Μετά όμως είδα το λαούτο, το ερωτεύτηκα και παίζω αυτοδίδακτος γύρω στα 15 χρόνια.
Δεν φανταζόμουν ποτέ, πως θέλω να γίνω τραγουδιστής, στις παρέες τραγούδαγα με φίλους. Έγινε σιγά-σιγά και, χωρίς να το πάρω χαμπάρι, ήμουνα κιόλας στα πανηγύρια και τραγούδαγα. Το ‘χα σαν επάγγελμα, γιατί είχα κι οικονομικούς πόρους από κει.
Ώσπου σε ανακαλύπτει ο Χρήστος Θηβαίος...
Στο Χρήστο χρωστώ πολλά. Γνωριστήκαμε σε μια παρέα, καλοκαίρι στον Άγιο Νικόλαο και με κάλεσε στο Λυκαβηττό τον Ιούλιο του 2002 στο αφιέρωμα στον Νίκο Ξυλούρη, όπου μου παραχώρησε τη θέση του για να πω δυο τραγούδια. Ήταν νομίζω η 2η φορά στη ζωή μου που ‘χα έρθει στην Αθήνα. Τελικά πήγε καλά, κι έτσι, ενώ ήρθα για μια συναυλία έμεινα...
Σκέψου ότι, στην αρχή, με φιλοξενούσε για καιρό σπίτι του, γιατί οικονομικά δεν είχα σκεφτεί πώς θα σταθώ, να μαζέψω χρήματα και να έρθω.Δεν πήγε απλά καλά! Βγαίνεις άγνωστος με το λαούτο σου, τραγουδάς ενώπιον 7000 ατόμων, και την επόμενη μέρα μιλούν όλοι για σένα. Το κοινό σε καταχειροκροτούσε ακόμη και κατά τη διάρκεια των τραγουδιών! Διάβασα ότι μετά έκλαψες...
Μα, όλη αυτή την αύρα και τα έντονα συναισθήματα δεν τα μαζεύεις συχνά. Έχει σημασία και το πλήθος, τόσος κόσμος, όσος όλος ο Άγιος Νικόλαος! Η επικοινωνία που είχα με όλον αυτόν τον κόσμο στα 5 λεπτά που τραγούδησα με φόρτισε πάρα πολύ, δεν το ήλεγχα και βγήκε σε συγκίνηση. Ήταν και συγκινητική η βραδιά.Λόγω Ξυλούρη, εννοείς... Ε, δεν τη γλιτώνεις την ερώτηση: Το ότι πολύ κόσμος σε γνωρίζει ως «Το παιδί με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη», σε ενοχλεί;
Όχι βέβαια! Αυτό δεν το βλέπω πρόβλημα, ίσα – ίσα τιμή είναι. Παίζει ρόλο και η έντονα κρητική προφορά μου, στο να θυμίζω τον Ξυλούρη. Ειδικά στα τραγούδια που έχει πει ο ίδιος. Αυτή η εντύπωση, υπήρχε κυρίως στην αρχή. Τώρα δεν το ακούω πια, ίσως λόγω νέου ρεπερτορίου. Άλλωστε, θέλω να αφήσω κι εγώ δικά μου πράματα, έχω τις ανησυχίες μου και θέλω αυτές ν’ αφήσω πίσω, λίγο ή πολύ, ό, τι είναι.